χυδαϊστής

χυδαϊστής
д
1) говорящий на просторечном языке; 2) вульгаризатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χυδαϊστής" в других словарях:

  • χυδαϊστής — ο, Ν (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) οπαδός τής δημοτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαΐζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χυδαϊσταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • χυδαΐστής — ο αυτός που γράφει ή μιλάει την ακραία δημοτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»